Για τον Φάνη Κλεάνθη Print

Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Φάνης Κλεάνθης γεννήθηκε το 1913 στα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας. Mετά τις γυμνασιακές του σπουδών γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή, την οποία όμως δεν μπόρεσε να τελειώσει, γιατί αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία ξεκίνησε από την εφημερίδα «Ηχώ της Ελλάδας» το 1935.

Εργάστηκε στις εφημερίδες «Νέος Ορίζων», «Τα Αλάτσατα» και υπήρξε συνεργάτης των περιοδικών «Μπουκέτο», «Θεατής», «Τράστ του γέλιου», «Γυναίκα», «Θησαυρός», «Φαντασία», «Ταχυδρόμος», «Το Πρώτο».Υπήρξε συνεκδότης μαζί με τους Απ. Μαγγανάρη και Πολ. Βασιλειάδη του περιοδικού «Το 7».

Από το 1954 έως και το 1980 υπήρξε συντάκτης της εφημερίδας «Τα Νέα».  Ο Φάνης Κλεάνθης εκτός από τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία άφησε πίσω του και πλούσιο συγγραφικό έργο. Μερικά από τα έργα του είναι: «Ζητείται φιλενάδα», «Ο φρικτός μήνας Σεπτέμβρης», «Έτσι χάσαμε τη Μικρά Ασία», «Η Ελληνική Σμύρνη», «Αλάτσατα, η χαμένη πατρίδα μου» κ.α.

O Φάνης Κλεάνθης "έφυγε"  πλήρης ημερών, σε ηλικία 94 ετών, στις 28 Μαίου 2007

Ο Φάνης Κλεάνθης και η συνέντευξη του Κώστα Βάρναλη:

Στις 17/12/1974 -την επομένη του θανάτου του Κ. Βάρναλη- ο Φάνης Κλεάνθης δημοσίευσε στα ΝΕΑ μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Βάρναλη στα χρόνια της κατοχής:

Ο γράφων θυμάται μια συνέντευξη που του είχε πάρει τον καιρό της γερμανοϊταλικής κατοχής. Μου είχε μιλήσει για τη ζωή του που ήταν μια διαρκής βιοπάλη: Από τότε που τον απέλυσε ο Πάγκαλος, 15 χρόνια είχε ζήσει χωρίς σταθερή δουλειά. Είχε μιλήσει για τους παλιούς λογοτέχνες, για τον Παπαδιαμάντη, που τον θαύμαζε, για τον Μαλακάση, που δεν τον χώνευε γιατί φορούσε μονόκλ. Ύστερα περάσαμε στη σκληρή ζωή της Κατοχής, την πείνα, τις στερήσεις.
-Αλήθεια, ποιο υλικό αγαθό λαχταράτε πιο πολύ;
Την ίδια ερώτηση είχα κάμει και σ’ άλλους λογοτέχνες. Ένας μου είχε απαντήσει πως τον στενοχωρούσε το ότι δεν είχε αυτοκίνητο. Άλλος, το ότι δεν έβρισκε γνήσιο καφέ. Ένας τρίτος μου είπε πως αποζητούσε… τηγανητά μπακαλιαράκια. Ο Βάρναλης αποκρίθηκε:
-Εκείνο που λαχταρώ είναι η ελευθερία.
-Με συγχωρείτε, του παρατήρησα, η ελευθερία είναι ηθικό αγαθό. Εγώ σας ρώτησα για υλικό αγαθό… Κρέας, ψωμί, τυρί…
-Κάνεις λάθος, νέε μου! μου αποκρίθηκε αυστηρά. Η ελευθερία είναι το πιο υλικό, το πιο χειροπιαστό απ’ όλα τα αγαθά. Τι να το κάνω εγώ το ψωμί, το κρασί, το μεζέ, όταν δεν έχω ελευθερία;
-Μα… υπάρχει λογοκρισία… Πώς μπορώ να γράψω ότι μας λείπει η ελευθερία. Θα το σβήσουν.
-Α, αυτό είναι δική σου δουλειά! Με ρώτησες, σου απάντησα.
Ύστερα του ζήτησα να μου γράψει ένα αυτόγραφο με έναν στίχο του, που να τον αντιπροσωπεύει πιο πολύ. Κι ο Βάρναλης πήρε την πέννα κι έγραψε:
“Αχ, πούσαι νειότη πούδειχνες, πως θα γινόμουν άλλος”.

Στον τάφο του Βάρναλη θα πρέπει να χαραχτεί το ακόλουθο επιτύμβιο -γραμμένο απ’ τον ίδιο:

Τα παιδιάτικά μου άχαρα
τα νιάτα στερημένα
πικρή μπουκιά, ξένος παντού
κι οχτρός σ’ όλα τα ξένα.
Να φύγω στον αγύριστο
ολοζωής δε μπόρεσα
Δε με χωρούσε όλ’ η γη
και σε δυο πήχες χώρεσα.

ΦΑΝΗΣ ΚΛΕΑΝΘΗΣ
εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 17/12/1974
από το Ιστορικό Αρχείο του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη

 


 

Επικήδειος λόγος - από την Μαριάννα Μαστροσταμάτη

Είναι πολύ δυσάρεστη η στιγμή και θλιβερό το καθήκον του ύστατου αποχαιρετισμού στον άνθρωπο που για μας, τους απογόνους των Αλατσατιανών, συνδέθηκε άρρηκτα με την ιστορία της μαρτυρικής μικρασιατικής πόλης των Αλατσάτων.

Έναν άνθρωπο απλό και γεμάτο καλοσύνη, αξιοπρεπή και περήφανο που έζησε ως αυτόπτης μάρτυρας και δημόσιος κατήγορος του μεγάλου εγκλήματος  του ξεριζωμού του ελληνισμού από τη μαρτυρική μικρασιάτικη γη. Σε μία περίοδο που η ιστορία μας περνά μία κρίση αξιοπιστίας, η νεώτερη γενιά των ιστορικών μπορεί να διδαχτεί πολλά διαβάζοντας τα έργα του.

Ακούραστος, με τη λεβεντιά, την οξυδέρκεια και τη γενναιότητα του Μικρασιάτη δεν άφησε τίποτε να ξεχαστεί, τίποτε που να παρερμηνευθεί, τίποτε που να εκληφθεί ως εξυπηρέτηση άλλων σκοπών.

Ο πόθος του ήταν να οδηγήσει εμάς, τη σκέψη και την αγάπη μας, σε εκείνη τη μαρτυρική πατρίδα των Αλατσάτων.  Εκεί που η φρίκη του βίαιου θανάτου αγαπημένων προσώπων πάγωνε από φόβο την παιδική του ψυχή τις μέρες του φοβερού διωγμού.

Εκφράζω την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη των απανταχού απογόνων των Αλατσατιανών για την ουσιαστική του συμβολή στο ενδιαφέρον και την αγάπη για την πατρίδα των γονιών μας, τα Αλάτσατα.

Σε σένα η σκέψη μας σήμερα και αύριο και όσο ζούμε για να συνεχίζουμε από εκεί που σταμάτησες για εκείνη την πατρίδα.

Αγαπητέ Φάνη, απ όλους εκείνους που στη μακριά πορεία με τους Αλατσατιανούς σε συντρόφευσαν ως φίλοι, γείτονες και συνεργάτες, έλαχε σε μένα να σε αποχαιρετίσω. Εσύ, σήμερα είσαι μαζί μ’ εκείνους , με το μπαρμπα Νικόλα, με το Σιδερό, το Γιαννακό, το Θόδωρο και το Δημητρό, τον Όμηρο και το Μίμη. Τα παιδιά τους όμως, εμείς, είμαστε όλοι εδώ μαζί . Οι Αλατσατιανοί στην καλύτερή τους εκπροσώπευση, για το ύστατο χαίρε, το τελευταίο αντίο στο δικό μας Φάνη, στον Επίτιμο Πρόεδρό μας.

Μαζί μας έχουμε φέρει το καλύτερο κατευόδιο για σένα, λίγο χώμα  από τα Αλάτσατα, για να σε συντροφεύει εδώ στην Αττική γη που σε λίγο θα σε σκεπάσει.

Τώρα που η ψυχή σου ανελήφθη, τώρα που μπορεί να βλέπει εκεί στ’ Αλάτσατα τη γειτονιά σου, τους Θωμάδες, τον Αλατσατιανό κάμπο, τη θάλασσα της Αγριλιάς, ίσως και να τους σιγοτραγουδά:

Πέλαγα δάση και βουνά

περνώ σαν χελιδόνι,

ποιος ουρανός μας χώρησε,

ποια μοίρα μας ενώνει.

Καλό ταξίδι Φάνη